- κοιλόσταθμος
- -ος,-ον A 0-0-1-0-0=1 Hag 1,4with curved or hollow supports; neol.?→LSJ RSuppl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κοιλόσταθμος — κοιλόσταθμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας τού ξυλουργού»] … Dictionary of Greek
κοιλόσταθμος — with coffered ceilings masc/fem nom sg κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοστάθμους — κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc/fem acc pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοστάθμοις — κοιλόσταθμον with coffered ceilings neut dat pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc/fem/neut dat pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κοιλοσταθμώ — κοιλοσταθμῶ, έω (Α) [κοιλόσταθμος] κατασκευάζω θολωτή, φατνωτή στέγη ή φατνωτές παραστάδες («και ἐκοιλοστάθμησεν τὸν οἶκον κέδροις», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ԳՄԲԵԹԵԱՅ — ( ) NBH 1 0563 Chronological Sequence: Early classical ա. κοιλοστάθμος concavus Գմբեթաւոր. գմբեթայարկ. գուպպէլի. *Բնակել ʼի տունս գմբեթեայս. Անգ. ՟Ա. 4 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)